- άδειπνος
- -η, -ο (Α ἄδειπνος, -ον) [δεῑπνον]αυτός που δεν δείπνησε, που δεν έφαγε βραδινό φαγητό, ο αδείπνητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄδειπνος — without the evening meal masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄδειπνον — ἄδειπνος without the evening meal masc/fem acc sg ἄδειπνος without the evening meal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδείπνοις — ἄδειπνος without the evening meal masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδείπνου — ἄδειπνος without the evening meal masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδείπνους — ἄδειπνος without the evening meal masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδείπνων — ἄδειπνος without the evening meal masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδείπνῳ — ἄδειπνος without the evening meal masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄδειπνα — ἄδειπνος without the evening meal neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄδειπνοι — ἄδειπνος without the evening meal masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείπνο — το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο) 1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει» «ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον» «χωρεῑν ἐπὶ δεῑπνον») 2. η ώρα τού βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το… … Dictionary of Greek